Η συνέχιση επιβίωσης για τις εταιρείες ζόμπι, δηλαδή των υπερχρεωμένων εταιρειών που συνεχίζουν να «ζουν» κόντρα σε κάθε επιχειρηματική και οικονομική λογική, αποτελεί διαχρονικά ένα «ιδεολογικό» ερώτημα που μέχρι στιγμής δεν έχει ξεκάθαρη απάντηση, ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως η πανδημία και η οικονομική κρίση.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που σημειώνουν ότι κάπου εδώ πλησιάζει στο τέλος του, αυτός ο φαύλος κύκλος που συντηρούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα παρασιτικές εταιρείες καταδικασμένες σε οικονομικό «θάνατο», με μοναδικό δέλεαρ να μην χαθούν θέσεις εργασίας και να μην ταρακουνηθεί το οικονομικό οικοδόμημα.

Πλέον, τίποτε από τα δύο δεν τρομάζει το σύστημα και την κοινωνία, αφού παγκοσμίως το ζητούμενο είναι να βρεθούν εργαζόμενοι για συγκεκριμένες θέσεις εργασίας και να καλύψουν τα τεράστια κενά που υπάρχουν και παράλληλα η οικονομία έχει δείξει πως διαθέτει ισχυρά αντισώματα απέναντι σε πολύ πιο ισχυρές κρίσεις, από αυτές που ενδεχομένως να υπάρξουν από κάποια λουκέτα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, μέσα στο προσεχές διάστημα, υπερχρεωμένες εταιρείες σε όλο τον κόσμο θα επιχειρήσουν να αναχρηματοδοτήσουν τον δανεισμό τους και να επιστρέψουν στην κανονικότητα. Μόνο που αυτό το κόστος ανέρχεται σε πάνω από 500 δισ. δολάρια, κάτι που καθιστά το εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο.

Κάποιοι μάλιστα θεωρούν ως δεδομένο αυτό να μην στεφθεί επιτυχία μέσα στον επόμενο χρόνο. Πολλές εξ αυτών των εταιρειών θα πέσουν στο πεδίο της «μάχης», παρόλο που η αναμενόμενη κορύφωση των επιτοκίων θα μπορούσε να φέρει κάποια ανακούφιση.

Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν αυξανόμενο κόστος χρέους μετά από χρόνια χαμηλών επιτοκίων θα πρέπει να ανταγωνιστούν για να εξασφαλίσουν αρκετά μετρητά στον μεγαλύτερο αγώνα δρόμου για εταιρική αναχρηματοδότηση που έχει παρατηρηθεί εδώ και χρόνια, καθώς οι τράπεζες περιορίζουν τον κίνδυνο ενόψει αυστηρότερων κεφαλαιακών κανόνων.

Η ανάλυση της εταιρείας συμβούλων αναδιάρθρωσης Alvarez & Marsal (A&M), που επικαλείται το Reuters, δείχνει ότι η αξία των δανείων και των ομολόγων των εταιρειών που λήγουν στο εξάμηνο, θα είναι υψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη περίοδο από τώρα έως το τέλος του 2025.

Τουλάχιστον αυτό διαφαίνεται, επισημαίνουν ειδικοί του χρηματοπιστωτικού κλάδου, με πολλές ασθενέστερες και μικρότερες επιχειρήσεις να αναζητούν νέα ιδιωτικά δάνεια και ρυθμίσεις στα χρέη τους προς το δημόσιο, ακριβώς τη στιγμή που το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων – το οποίο επηρεάζει τα επιτόκια των δανείων – εκτοξεύεται παγκοσμίως.
Η αδυναμία εξασφάλισης των μετρητών που χρειάζονται, σε τιμές που μπορούν να αντέξουν οικονομικά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αφερεγγυότητα και απολύσεις.

«Οι αυξήσεις των επιτοκίων γίνονται όλο και μεγαλύτερο ζήτημα για τις εταιρείες, ιδίως για τις επιχειρήσεις-ζόμπι που άντεξαν με μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλών επιτοκίων, αλλά μόλις και μετά βίας μπορούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους», δήλωσε η Julie Palmer, εταίρος της βρετανικής εταιρείας αναδιάρθρωσης Begbies Traynor. «Επιτέλους ήρθε η ώρα να σταματήσουν να υπάρχουν αυτές οι εταιρείες».

Τα σημάδια της δυσφορίας, όμως, από την κατάσταση αυτή, είναι ήδη εμφανή. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Βρετανίας, οι εταιρικές πτωχεύσεις στην Αγγλία και την Ουαλία ανήλθαν σε 2.308 τον Αύγουστο, αυξημένες κατά 19% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Η τριμηνιαία έκθεση Red Flag Report της Begbies Traynor για την εταιρική δυσπραγία, που καλύπτει την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου, διαπίστωσε ότι 438.702 επιχειρήσεις σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονταν σε δυσπραγία – ένας αριθμός αυξημένος κατά 8,5% σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα η βρετανική εκπτωτική εταιρεία λιανικής Wilko τέθηκε σε καθεστώς πτώχευσης, οδηγώντας σε χιλιάδες περικοπές θέσεων εργασίας. Ενώ και η έκτη μεγαλύτερη εταιρεία λιανικής πώλησης της Γαλλίας Casino μόλις ολοκλήρωσε μια αναδιάρθρωση χρέους για να αποφύγει την πτώχευση.

Με βάση μελέτη της Bank for International Settlements (BIS) που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2018, για τις επιχειρήσεις-ζόμπι, η οποία περιελάβανε τον έλεγχο 32.000 εισηγμένων επιχειρήσεων σε 14 ανεπτυγμένες οικονομίες, προέκυψε το εξής άκρως ενδιαφέρον συμπέρασμα: Το 12% εξ αυτών λειτουργούσαν για τουλάχιστον 10 χρόνια και είχαν δείκτη κάλυψης τόκων (interest coverage ratio) κάτω από 1.0 για τρία συνεχόμενα χρόνια.

Τέλος, να σημειωθεί ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ. Η χώρα μας είναι «πρωταθλήτρια», με ποσοστό των εταιριών «ζόμπι» να ανέρχονται στο 16% του συνόλου. Η απόσταση μάλιστα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι μάλλον χαώδης, αφού στη δεύτερη θέση βρίσκονται Ιταλία και Βουλγαρία με μόλις 10%.